- παρθενιά
- ηπαρθενικός υμένας, κατάσταση της παρθένας, αγνότητα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παρθενία — παρθενίᾱ , παρθένιος of a maiden fem nom/voc/acc dual παρθενίᾱ , παρθένιος of a maiden fem nom/voc sg (attic doric aeolic) παρθενίᾱ , παρθενία fem nom/voc/acc dual παρθενίᾱ , παρθενία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) παρθενίᾱ , παρθενίας… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρθενίᾳ — παρθενίᾱͅ , παρθένιος of a maiden fem dat sg (attic doric aeolic) παρθενίαι , παρθενία fem nom/voc pl παρθενίᾱͅ , παρθενία fem dat sg (attic doric aeolic) παρθενίαι , παρθενίας son of a concubine masc nom/voc pl παρθενίᾱͅ , παρθενίας son of a… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παρθενία — Παρθενίᾱ , Παρθενίη virginity fem nom/voc/acc dual Παρθενίᾱ , Παρθενίη virginity fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παρθενίᾳ — Παρθενίᾱͅ , Παρθενίη virginity fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρθένια — signs of virginity neut nom/voc/acc pl παρθένιον feverfew neut nom/voc/acc pl παρθένιος of a maiden neut nom/voc/acc pl παρθένιος of a maiden neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρθενία — και παρθενιά, η / παρθενία και επικ. τ. παρθενίη, ΝΜΑ [παρθένος] η ιδιότητα ή η κατάσταση τής γυναίκας που είναι παρθένα, που δεν έχει έλθει ακόμα σε σαρκική επαφή με άντρα νεοελλ. 1. η απουσία κάθε πονηρής σκέψης ή διάθεσης, αγνότητα («η… … Dictionary of Greek
παρθένια — τὰ, Α 1. λυρικά χορικά άσματα, τα παρθένεια, βλ. παρθένειος 2. τα σημεία που χαρακτηρίζουν την παρθενία μιας γυναίκας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού πληθ. τού ουδ. τού επιθ. παρθένιος] … Dictionary of Greek
παρθενίας — παρθενίᾱς , παρθένιος of a maiden fem acc pl παρθενίᾱς , παρθένιος of a maiden fem gen sg (attic doric aeolic) παρθενίᾱς , παρθενία fem acc pl παρθενίᾱς , παρθενία fem gen sg (attic doric aeolic) παρθενίᾱς , παρθενίας son of a concubine masc … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρθενίαι — παρθενίᾱͅ , παρθένιος of a maiden fem dat sg (attic doric aeolic) παρθενία fem nom/voc pl παρθενίᾱͅ , παρθενία fem dat sg (attic doric aeolic) παρθενίας son of a concubine masc nom/voc pl παρθενίᾱͅ , παρθενίας son of a concubine masc dat sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρθενίαν — παρθενίᾱν , παρθένιος of a maiden fem acc sg (attic doric aeolic) παρθενίᾱν , παρθενία fem acc sg (attic doric aeolic) παρθενίᾱν , παρθενίας son of a concubine masc acc sg (attic epic doric aeolic) παρθενίας son of a concubine masc acc sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)